ἀγκύλιον

ἀγκύλιον
ἀγκύλ-ιον, τό, Dim. of ἀγκύλη,
A loop in noose, Heracl. ap. Orib.48.2.1; link of a chain, AB329, Suid.
2 = ἀγκύλωσις, Antyll. ap. Orib.45.15.1.
II τὰ ἀγκύλια, = Lat. ancilia, Plu. Num.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκύλιον — loop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκύλιον — το (Α ἀγκύλιον) (λατ. ancile) ονομασία ιερής ασπίδας τών Ρωμαίων. Το σχήμα της ήταν ελλειψοειδές και στη μέση τών δύο πλευρών της στένευε σχηματίζοντας οκτώ …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυλίοις — ἀγκύλιον loop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυλίου — ἀγκύλιον loop neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυλίων — ἀγκύλιον loop neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκύλια — ἀγκύλιον loop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Онкелос — (ивр. אונקלוס הגר‎, греч. Άγκολος или Άγκυλιον; конец I века н. э.)  римлянин прозелит, то есть перешедший в еврейство. Перевёл Тору на арамейский язык, который являлся разговорным в еврейской среде того времени. Благодаря своей… …   Википедия

  • Ункелос — Онкелос (ивр. אונקלוס הגר‎, греч. Άγκολος или Άγκυλιον; конец I века н. э.)  римлянин прозелит, то есть перешедший в еврейство. Перевёл Тору на арамейский язык, который являлся разговорным в еврейской среде того времени. Благодаря своей простоте… …   Википедия

  • Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… …   Dictionary of Greek

  • αγκίλιο — το είδος μικρής ασπίδας, βλ. ἀγκύλιον …   Dictionary of Greek

  • αγκύλι — το οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. τού αρχ. ἀγκύλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”